- ξυλοφόρτωμα
- τοξυλοκόπημα, ξύλο αλύπητο, ανηλεής δαρμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλοφόρτωμα — το, ατος ανελέητος δαρμός, ξυλοκόπημα: Ξυλοφόρτωμα που θέλεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλοκοπάνισμα — το [ξυλοκοπανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξυλοκοπανίζω, το χτύπημα με κόπανο τών ρούχων που πλένονται, προκειμένου να καθαρίσουν 2. ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek
πελέκημα — το, ΝΜΑ [πελεκώ] κομμάτι πελεκημένου ξύλου, πελεκούδι νεοελλ. 1. η κοπή ξύλων με τον πέλεκυ 2. η κατεργασία ξύλου με αιχμηρό όργανο ή με πέλεκυ 3. μτφ. α) ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα β) εξόντωση, πετσόκομμα … Dictionary of Greek
τουμπάνιασμα — το, Ν [τουμπανιάζω] 1. το να φουσκώσει, να πρηστεί κάποιος ή κάτι 2. ανηλεής ξυλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα … Dictionary of Greek
ξυλοδαρμός — ο το ξυλοφόρτωμα, το ξύλισμα κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουλούμιασμα — το, ατος 1. η τοποθέτηση ενός πράγματος στο τουλούμι: Τοτουλούμιασμα του τυριού. 2. ξυλοφόρτωμα, δάρσιμο: Απ το τουλούμιασμα μαύρισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουμπάνιασμα — το, ατος 1. φούσκωμα, πρήξιμο: Τουμπάνιασμα του ψοφιμιού. 2. ξυλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα: Έπαθε το τουμπάνιασμα από τον αδερφό της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)